προηγμένα

προηγμένα
προηγμένα , προάγω
lead forward
perf part mp neut nom/voc/acc pl
προηγμένᾱ , προάγω
lead forward
perf part mp fem nom/voc/acc dual
προηγμένᾱ , προάγω
lead forward
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προηγμένας — προηγμένᾱς , προάγω lead forward perf part mp fem acc pl προηγμένᾱς , προάγω lead forward perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

  • Glossary of Stoic terms — This is a glossary of terms which are commonly found in Stoic philosophy. A;adiaphora: ἀδιάφορα: indifferent things, neither good nor bad.;agathos: ἀγαθὸς: good, proper object of desire.;anthrôpos: ἄνθρωπος: human being, used by Epictetus to… …   Wikipedia

  • ЗЕНОН ИЗ КИТИЯ —     ЗЕНОН ИЗ КИТИЯ (Ζήνων ὁ Κιτιεύς) (334/3 262/1 до н. э.), основатель стоической школы, родоначальник стоицизма.     Жизнь. Родился в г. Китий на Кипре, где издавна была колония выходцев из Финикии (D. L. VII 1; 3; 6; 15; 25; 30; «пуниец» Cic.… …   Античная философия

  • γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • Μπογκοτά — (Bogota). Πόλη (2.226.236 κάτ.), πρωτεύουσα της Κολομβίας και της ομώνυμης επαρχίας (1.587 τ. χλμ., 6.712.247 κάτ.). Βρίσκεται σε ύψος 2.640 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, στα ανατολικά κράσπεδα ενός εκτεταμένου υψιπέδου (Σαμπάνα ντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”